gallery Landscapes

ΓΙΩΤΑ ΣΥΚΚΑ / Καθημερινή, 26 Αυγούστου 2017

Ο Χρίστος Σιμάτος φωτογραφίζει κτίρια, έργα τέχνης, εικαστικές εγκαταστάσεις, ευρήματα σε μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους. Ομως από τα χρόνια που σπούδαζε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, έπειτα στο UCM Facultad Bellas Artes στη Μαδρίτη, όπου έκανε μαθήματα ζωγραφικής και φωτογραφίας, αλλά και στο μεταπτυχιακό του στην ΑΣΚΤ, συνήθιζε να φωτογραφίζει αστικά και βιομηχανικά ερείπια, αναζητώντας τα ίχνη των ανθρώπων.

Ακόμη θυμάται πόσο τον επηρέασε μια εικόνα στο εγκαταλελειμμένο Ξενία της Πάρνηθας. «Προσπαθούσα να φωτογραφίσω και ξαφνικά είδα έξω από ένα παράθυρο το τοπίο. Λειτούργησε σαν φωτογραφικό κάδρο, από το εσωτερικό του σκοτεινού κτιρίου στο άνοιγμα της φύσης. Αυτό ήταν πριν από την πυρκαγιά. Οταν ανέβηκα μετά κι έβγαλα φωτογραφίες από τα ίδια σημεία, συνειδητοποίησα το μέγεθος της καταστροφής».
Στην πέμπτη του ατομική έκθεση, που μόλις ξεκίνησε στο Μπελλώνειο Πολιτιστικό Κέντρο στα Φηρά Θήρας, παρουσιάζει μια σειρά 14 εικόνων μεγάλων διαστάσεων με θέμα το ελληνικό τοπίο. «Τοπία» είναι ο τίτλος της έκθεσης, που θα διαρκέσει έως τις 10 Σεπτεμβρίου. Παρουσιάζει εικόνες μεγάλων διαστάσεων και υψηλής ευκρίνειας που προσκαλούν το βλέμμα του θεατή να ανακαλύψει τις λεπτομέρειες που κρύβουν.

Στη συζήτησή μας θυμάται τα βήματα των πρώτων χρόνων, όταν φωτογράφιζε ερείπια. Κι αν κάτι τον απασχολεί έντονα, είναι ο βανδαλισμός που συναντά στην πόλη και τη φύση. «Με πληγώνει ο βανδαλισμός των κτιρίων που βλέπω τα τελευταία χρόνια. Δεν είναι αυτό street art, είναι βιαιοπραγία οπτική και κοινωνική». Η σειρά που παρουσιάζει στο Μπελλώνειο είναι από λήψεις που έγιναν μετά το 2013, όταν «άρχισα να τραβάω τοπία κι όχι εγκαταλελειμμένους χώρους. Είναι φωτογραφίες απ’ όλη την Ελλάδα κυρίως τη Β. Μακεδονία, τη Ροδόπη και τη Στερεά, που έβγαλα στην προσπάθειά μου να βρω ένα σημείο που το τοπίο να μου θυμίζει το δέος που ένιωσα τότε στην Πάρνηθα».

Απουσία ανθρώπων

Συνειδητά δεν υπάρχει ανθρώπινη παρουσία στις φωτογραφίες αυτές. «Εχει να κάνει με την πρώτη περίοδο που δεν ήθελα να βγάζω ανθρώπους αλλά τα ίχνη τους, γιατί ένιωθα ότι έχουμε κλειστεί σε ένα καβούκι. Ισως με είχε πληγώσει ο τρόπος που συμπεριφερόμαστε στη φύση και ήθελα να βρω το πιο παρθένο κομμάτι της. Η πυρκαγιά στην Πάρνηθα, και πρόσφατα στον Κάλαμο και αλλού, δείχνει ότι δυστυχώς υπάρχει ατιμωρησία».

Η φωτογράφιση αρχαίων επιγραφών καθώς και ευρημάτων που βλέπουμε σε μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους είναι διαφορετική. «Δεν προσπαθείς να δώσεις αίσθημα για να συγκινήσεις τον θεατή. Η φωτογραφία αυτή θέλει επιστημονικού τύπου προσέγγιση, μεγαλύτερη λεπτομέρεια και ευκρίνεια, σεβασμό, ώστε να μπορέσει να λειτουργήσει σαν εργαλείο στην τεκμηρίωση». Το ελληνικό φως, που είναι πολύ ισχυρό, θέλει –όπως λέει– συγκεκριμένο χειρισμό. «Αν το τραβήξεις κατά τη διάρκεια της ημέρας, θα είναι σκληρό το αποτέλεσμα, οπότε θα δώσει άλλη έμφαση και νόημα στην εικόνα. Αν θέλεις κάτι πιο γλυκό ή πιο χρωματικό, πρέπει να περιμένεις στιγμές ανατολής - δύσης, να περιμένεις για ώρες την κατάλληλη στιγμή και να φωτογραφίζεις συνεχόμενα περιμένοντας να αλλάξει». Το ίδιο θέμα από τον ίδιο χώρο, την ίδια οπτική σε διαφορετικό χρόνο και «η μια φωτογραφία είναι διαφορετική από την άλλη». Ο Χρίστος Σιμάτος θέλει να καταγράψει «το μεγαλειώδες του τοπίου και ο θεατής να χαθεί στην εικόνα». Εχοντας καταγωγή από την Καλών Τεχνών, «τα σκέφτομαι σαν παραγωγή, σαν τελικό αντικείμενο. Οι εκτυπώσεις αυτές έχουν μεγάλο μέγεθος και υψηλή ευκρίνεια. Θέλω να σπάσω το εμπόδιο που το μάτι αναγνωρίζει ατέλειες στην εικόνα. Για να χαθείς στην εικόνα και να μεταφερθείς στο τοπίο. Μια μικρή μετάβαση».

Το πλάγιο φως

Πόσο διαφορετικό είναι το φως όταν είναι πλάγιο; «Εχει καλύτερο αποτέλεσμα γιατί δημιουργεί μια τρισδιάστατη εικόνα. Επίσης είναι πιο μαλακό και έχει πιο πολλά χρώματα. Οταν είναι μεσημέρι, το φως είναι δυνατό και τελείως ισοπεδωτικό, σε τυφλώνει και διαλύει τα περιγράμματα. Ενώ όταν πλησιάζει στη δύση, χάνει τη δύναμή του και το τοπίο έχει πιο πλούσιο χρώμα». Τον χειμώνα με τα βαριά σύννεφα προκαλεί άλλο συναίσθημα, ενώ το φθινόπωρο που μαλακώνει η φύση γίνονται όλα πιο θερμά. Τελικά πόσο αληθινό είναι το ελληνικό φως ή μήπως να μιλάμε για μεσογειακό φως; «Υπάρχει διαφορά γιατί είναι πιο καθαρό, δεν έχουμε σύννεφα. Και η Ιταλία είναι μεσογειακή χώρα, αλλά αυτό το φως το βρίσκεις μόνο νότια. Στην κεντρική και τη βόρεια χώρα είναι τελείως διαφορετικά. Ναι, υπάρχει ελληνικό φως».

Λέει πως η επιλογή του ασπρόμαυρου και του έγχρωμου γίνεται ανάλογα με τις ανάγκες. «Από το να βγει μια αδύναμη εικόνα έγχρωμη, αφαιρούμε το χρώμα και υπάρχει μια διαφορετική προσέγγιση». Προτού κλείσουμε τη συζήτηση, ρωτάω για τις selfie. Ιδιες γωνίες, ίδιο στήσιμο, ίδιο χαμόγελο. «Υπάρχει μια ανάγκη μίμησης αλλά αυτό δεν ξέρω αν έχει να κάνει μόνο με την έλλειψη κοινωνικοποίησης. Ισως η κοινωνικοποίηση, μέσα από αυτό το μέσον, άλλαξε μορφή. Δημιουργεί μια αποστασιοποίηση των ανθρώπων αλλά και μια επικοινωνία».

Στις φωτογραφίες μέσω κινητού, όπως εξηγεί, στέλνεις, μοιράζεις, καταναλώνεις. «Αλλά αυτό έχει δημιουργήσει και κάτι άλλο, σημαντικό. Η φωτογραφία αυτή δημιουργεί μια νέα παγκόσμια γλώσσα. Ολοι επικοινωνούν μεταξύ τους χωρίς να πουν κουβέντα. Τραβάνε και μοιράζουν την καθημερινότητά τους και κάποιος άλλος από την Ιαπωνία κάνει like. Δεν είναι όλα μαύρα».

Γιώτα Συκκά
Από την έντυπη έκδοση της Καθημερινής